αιολοχρως

αιολοχρως
    αἰολόχρως
    αἰολό-χρως
    -ωτος adj. многоцветный, т.е. усеянный звездами, звездный
    

(νύξ Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αιολοχρως" в других словарях:

  • αιολόχρως — αἰολόχρως ( ωτος), ο, η (Α) πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + χρώς] …   Dictionary of Greek

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»